φεγγρίζω

φεγγρίζω
βλ. φεγγίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φεγγρίζω — και φαγγριζω Ν φεγγαρίζω). [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγαρίζω με συγκοπή τού α . Ο τ. φαγγρίζω < φαγγαρίζω με οπισθοχωρητική αφομοίωση και εν συνεχεία αποβολή τού α ] …   Dictionary of Greek

  • φέγγρισμα — και φάγγρισμα, το, Ν [φεγγρίζω / φαγγρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φεγγρίζω …   Dictionary of Greek

  • φέγγω — έφεξα 1. μτβ. με γεν., ρίχνω φως σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω: Φέξε μου να δω. 2. αμτβ., εκπέμπω φως, είμαι φωτεινός, λάμπω: Δε φέγγει καθόλου αυτό το φανάρι. 3. είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής, φεγγρίζω: Η μπλούζα της είναι αραχνοΰφαντη και φέγγει.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγγρίζω — Ν βλ. φεγγρίζω …   Dictionary of Greek

  • φεγγριστός — και φαγγριστός, ή, ό, Ν [φεγγρίζω/φαγγρίζω] ημιδιαφανής …   Dictionary of Greek

  • φαγγρίζω — βλ. φεγγρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγίζω — φέγγισα, και φεγγρίζω φέγγρισα, και φαγγρίζω φάγγρισα, αμτβ., φεγγαρίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”